Η χώρα επέστρεψε πράγματι στην κανονικότητα. Ζει και κινείται, μαλώνει και διασκεδάζει με τον τρόπο που ήξερε πάντα: το κουτσομπολιό, την ανθρωποφαγία, τον πόλεμο στο διαδίκτυο, για θέματα ήσσονος σημασίας ή ανύπαρκτα, την επιδειξιομανία, τα ακριβά αυτοκίνητα, τις κοσμικές μαζώξεις και τις κρασοκατανύξεις στις ταβέρνες, με 30 πιάτα πάνω στο τραπέζι μέχρι τελικής πτώσης. Η υπερβολή της ταβέρνας ίσως είναι και η πιο συμπαθητική συνήθειά μας.
Αυτή είναι η Ελλάδα και δεν θα αλλάξει. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει -όταν τρομάξει ότι χάνει τα κεκτημένα- και συνεχίζει στον ίδιο χαβά. Τώρα αισθάνονται όλοι ότι το κάρο ξεκόλλησε από τη λάσπη, αφού τα επιτόκια των ομολόγων έπεσαν και οι τιμές των ακινήτων εκτινάχθηκαν πάλι στα ύψη. Λες και μόνο αυτά ήταν τα θέματα της χώρας.
Παραδείγματα πολλά και καθημερινά που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Τον πιο πρόσφατο είναι ο φωτισμός της Αθήνας. Κοιτάξτε τι έγινε. Επί 10 χρόνια, η Αθήνα ζούσε στο σκοτάδι – και στις γιορτές και τις καθημερινές. Τα Χριστούγεννα, ο δήμος κρεμούσε ό,τι είχε απομείνει από τα στολίδια που είχαν αγοραστεί επί Ντόρας Μπακογιάννη το 2002. Καθε χρόνο, τα αστεράκια της Βασιλίσσης Σοφίας ήταν όλο και λιγότερα, αλλά ποιος νοιάστηκε. Είχαν συμβιβαστεί όλοι με την ιδέα της θλιβερής πόλης. Βρομιά, μουτζούρα -από τα χιλιάδες γκράφιτι- και σκοτάδι.
Ξαφνικά ο δήμος πήρε την πρωτοβουλία να φωτίσει την πόλη τσάμπα. Κάλεσε ιδρύματα και μεγάλες επιχειρήσεις να «υιοθετήσουν» έναν δρόμο και να τον φωτίσουν. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν. Φωταγωγήθηκε η Αθήνα όσο ποτέ. Ελα, όμως, που η ιδέα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση δεν άρεσε σε αρκετούς και άρχισε η μάχη του διαδικτύου. Μιλάμε για έναν φωτισμό, είτε είναι καλός είτε κακός, που θα κρατήσει μόλις 28 ημέρες. Θυμός, νεύρα, ταραχή, ιερή οργή, κριτικές, υβριστικά σχόλια, λες και χτίστηκε το γεφύρι της Αρτας στο Σύνταγμα που θα το βλέπαμε μια ζωή. Κανείς από τους πολέμιους του εναλλακτικού φωτισμού δεν μπήκε στον κόπο να σκεφθεί και να γράψει: ρε παιδιά, αν δεν αρέσει αυτό στους περισσότερους, του χρόνου δεν το ξαναφτιάχνουμε έτσι, θα πηγαίνουμε στις κλασικές λύσεις. Θα πάμε στην πεπατημένη, όπως φωτίστηκαν εφέτος Σταδίου, Ακαδημίας και τόσοι άλλοι κεντρικοί δρόμοι και τελειώνουμε για πάντα με τους νεωτερισμούς. Τέρμα οι δωρεές και τα πειράματα.
Κι επειδή την ατζέντα της ενημέρωσης, πλέον, συχνά δεν την κάνουν οι δημοσιογράφοι όπως παλιά αλλά τα λεγόμενα κινήματα του διαδικτύου, η δωρεά της Στέγης έγινε μεγάλο θέμα σε κανάλια, εφημερίδες και σάιτ. Επαναλαμβάνω: για τον φωτισμό 4 εβδομάδων, σε έναν δρόμο που τον πλήρωσε ένα ίδρυμα και όχι οι φορολογούμενοι. Ε, αυτό είναι ελληνική κανονικότητα. Λύσαμε τα ζητήματα με τους μισθούς, τις συντάξεις, την ανάπτυξη, την ανεργία, τη φυγή των νέων μας στο εξωτερικό, αντιμετωπίσαμε τη μεγαλύτερη κρίση που ξέσπασε με την Τουρκία μετά το 1974 και απερίσπαστοι ασχολούμαστε με τα χριστουγεννιάτικα φώτα.
Πριν από σχεδόν δύο μήνες, επί 10 ημέρες, η ειδησεογραφία είχε επικεντρωθεί σε ένα άλλο «μεγάλο» και «κρίσιμο» γεγονός: την ταινία με τον Τζοκερ. Δύο υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού, με εντολή ή χωρίς εντολή προϊσταμένου, μικρή αξία έχει, χειρίστηκαν την παρακολούθηση της ταινίας από 15χρονους με τον πιο αδέξιο και επιπόλαιο τρόπο. Αντί να ζητήσουν από τους υπεύθυνους του σινεμά να βγάλουν έξω τους μικρούς θεατές και να πληρώσουν το πρόστιμο που λέει ο νόμος, ξεσήκωσαν την Αστυνομία και τραβολογούσαν τα παιδιά νυχτιάτικα στο τμήμα. Μου θύμισε τη δεκαετία του ‘70 στην επαρχία, όπου αστυνομικοί και καθηγητές στήνονταν έξω από την πόρτα του κινηματογράφου, όταν έπαιζε «άσεμνες» ταινίες. Και όποιος μαθητής πλησίαζε στην περιοχή, είχε την επόμενη μέρα την αποβολή στην τσέπη. Η υπόθεση πήρε πολιτικά χαρακτηριστικά.
Ακούστηκαν ασύλληπτα πράγματα περί κράτους της νέας δεξιάς, που δεν θέλει να δουν οι νέοι την ταινία για να μην προβληματιστούν για τις νεοφιλελεύθερες συνταγές που οδηγούν στο περιθώριο και τη βία ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση στην υγεία. Μιλάμε για απόλυτη ελληνική κανονικότητα. Εν τω μεταξύ, οι 15άρηδες, εκείνοι που δεν πήγαν στο σινεμά, είχαν δει την ταινία από παράνομες πλατφόρμες.
Τη νέα χρονιά περιμένω πολλούς τέτοιους καβγάδες. Είμαι σίγουρος ότι ο πρώτος θα έρθει μόλις κυκλοφορήσουν πληροφορίες με τους σχεδιασμούς του επιτελείου της Γιάννας Αγγελοπούλου για τους εορτασμούς του 1821. Αντε λοιπόν και του χρόνου με υγεία. Μακάρι να έχουμε μέχρι το 2021 λύσει τα πραγματικά μας προβλήματα, ώστε να συνεχίσουμε απερίσπαστοι τους τσακωμούς αυτού του είδους. Και τα βράδια, μετά το ξεκατίνιασμα, να πνίγουμε τον καημό μας στα… παϊδάκια μέχρι πρωίας.