Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Παρασκευή μεσημέρι ο Βασίλης και η γυναίκα του έφυγαν από το Αγρίνιο. Ήθελαν να ξεσκάσουν. Ένα τριήμερο στα γραφικά Τζουμέρκα, μέσα στην πανδημία, ήταν ό,τι έπρεπε για την καλοπέρασή τους. Εκεί έχουν οι φίλοι τους εξοχικό και τους κάλεσαν να περάσουν παρέα το τριήμερο, με παϊδάκια δίπλα στο τζάκι. Πώς θα άλλαζαν, όμως, νομό; Έχουν ένα φίλο οφθαλμίατρο στα Γιάννενα, που είναι πάντα πρόθυμος να τους εξυπηρετήσει. Έστειλε, λοιπόν, sms στον Βασίλη ότι στις 12 μ.μ. είχαν ραντεβού στο ιατρείο προκειμένου να εξετάσει τα μάτια του. Έτσι, στήθηκε η κατεργαριά της μετακίνησης από νομό σε νομό, που συνοδεύτηκε με μίνι φθινοπωρινές διακοπές. Ήταν τόσο χαρούμενος ο Βασίλης, που δεν κρατήθηκε. Ανάρτησε φωτογραφίες με τις βόλτες του στο βουνό, για να καυχηθεί στους φίλους του πόσο μάγκας είναι και βρίσκει χαραμάδες στον νόμο.
Η ιστορία είναι πραγματική και είναι μία από τις χιλιάδες που συμβαίνουν κάθε μέρα σε όλη την επικράτεια. Προφανώς, θα έχουν βαρεθεί οι τροχονόμοι, όσοι κάνουν συστηματικούς ελέγχους, να βλέπουν το περίφημο σημείωμα ότι «εγώ ο τάδε μεταβαίνω», για παράδειγμα, «από την Πρέβεζα στην Άρτα προκειμένου να μαζέψω τις ελιές της πεθεράς μου, που είναι ηλικιωμένη και ζει μόνη». Αθάνατη Ελλάδα, ευρηματική και αξεπέραστη σε κάθε είδους κουτοπονηριά.
Δεν είναι μόνο στην επαρχία που ο καθένας κάνει ό,τι γουστάρει με τις πλαστές βεβαιώσεις και τα ψεύτικα sms. Στην Αθήνα, το πάρτι είναι μεγαλύτερο. Και σε αυτό δεν χρειάζονται αποδείξεις. Κηφισίας, Μεσογείων, Γαλατσίου, Πειραιώς και εθνική οδός προς τον Πειραιά έχουν πάντα κίνηση. Πού στην ευχή δουλεύουν όλοι αυτοί σε μέρες καραντίνας; Ένα μικρό ποσοστό στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα πάει στα γραφεία του νομίμως και ακολουθούν γιατροί, δικηγόροι, αστυνομικοί και εργατοτεχνίτες. Πόσοι είναι αυτοί ώστε να γεμίζουν τους δρόμους τις νεκρές ώρες, έντεκα και δώδεκα το μεσημέρι;
Προφανώς, οι περισσότεροι από αυτούς που βλέπουμε γύρω μας δεν εργάζονται, κόβουν βόλτες. Και μη νομίσετε, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, ότι την κατάχρηση στα ψεύτικα μηνύματα την κάνουν μόνο οι νέοι. Ένας συνάδελφος στη δουλειά μού είπε γελώντας: «?εν αντέχω άλλο την πεθερά μου, έχει ξεσαλώσει και αυτή και οι φίλες της. Το περασμένο Σάββατο ήταν έξω από το σπίτι δώδεκα ώρες, από τις εννιά το πρωί μέχρι τις εννιά το βράδυ. Η ίδια και η παρέα της στέλνουν διαρκώς sms παντός είδους, κόβουν βόλτες στον δρόμο και πάει η μία στο σπίτι της άλλης για να παίξουν χαρτιά. Και η γυναίκα μου αγωνιά πότε θα της τηλεφωνήσει να πληρώσει το πρόστιμο των 300 ευρώ που είμαι σίγουρος ότι δεν θα το γλιτώσει στο τέλος».
Τα παραδείγματα που δεν είναι οι εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι σε όλη τη χώρα, αποδεικνύουν γιατί δεν πήγε καλά αυτή η καραντίνα όπως η προηγούμενη. Αυτή η χαλαρότητα στις τέσσερις εβδομάδες που πέρασαν απέδειξε ότι τον περασμένο Απρίλιο δεν ήμασταν τόσο νομοταγείς και πειθαρχημένοι, όπως μας άρεσε να λέμε, αλλά τηρήσαμε τους κανόνες γιατί ήμασταν φοβισμένοι και σε κατάσταση πανικού. Το διάστημα που μεσολάβησε πήραμε αέρα, γιατί όλοι, λίγο-πολύ, ξέρουμε κάποιον γνωστό ή φίλο που κόλλησε κορωνοϊό, αλλά δεν νόσησε ή τον πέρασε με τα συμπτώματα μιας κανονικής γρίπης. Ετσι, άρχισε στις παρέες το γνωστό «έλα μωρέ, τώρα τι θα πάθω».
Αυτή η χαλαρότητα μιας δυστυχώς πολύ μεγάλης μερίδας πολιτών φαίνεται ότι θα μας κρατήσει και τα Χριστούγεννα στο σπίτι. Ήταν αδύνατον να τελειώσει η καραντίνα σήμερα και από αύριο να επιστρέψουμε σταδιακά στην κανονική μας ζωή. Μπορεί τα κρούσματα να έχουν πάνω-κάτω σταθεροποιηθεί, όμως τα νοσοκομεία είναι σε εμπόλεμη κατάσταση. Γίνεται μάχη για ένα κρεβάτι στην εντατική στη βόρεια Ελλάδα και ένας Θεός ξέρει τι θα συμβεί εάν πέσει και η Αθήνα, που είναι το τελευταίο μεγάλο οχυρό στη δημόσια υγεία, αφού στην πρωτεύουσα υπάρχει σχεδόν το 70% των κλινών που διαθέτει η χώρα.
Εδώ που φτάσαμε έχουμε δύο δρόμους να επιλέξουμε. Ο πρώτος είναι να συνεχίσουμε τον χαβά μας με εναλλασσόμενα lockdowns, που οι περισσότεροι θα παραβιάζουν μέχρι τον Απρίλιο, τότε που ελπίζουμε να έχουν αρχίσει οι μαζικοί εμβολιασμοί. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα κάνει πολλά χρόνια να συνέλθει, γιατί η κατάρρευση της οικονομίας θα είναι ισοπεδωτική. Ο δεύτερος δρόμος είναι να επιβληθούν μέχρι τις γιορτές πιο αυστηρές απαγορεύσεις, προκειμένου να σταθεί όρθιο το Σύστημα Υγείας και να αντέξουν γιατροί και νοσηλευτές.
Και όταν λέμε αυστηρές, εννοούμε, όπως λένε κάποιοι καθηγητές πίσω από τις κλειστές κάμερες, κάτι σαν τη Γουχάν της Κίνας, από όπου ξεκίνησε η παγκόσμια συμφορά. Εκεί, λοιπόν, είχε δυνατότητα ο κάθε πολίτης να στέλνει ένα sms κάθε τρεις ημέρες, για να πηγαίνει μόνο στο σούπερ μάρκετ ή σε γιατρό. Είναι ένα ακραίο μέτρο για μια δημοκρατική χώρα όπως η Ελλάδα και ο μόνος τρόπος να το αποφύγουμε είναι να σοβαρευτούμε και να τηρήσουμε αυστηρά τους κανόνες, χωρίς κατεργαριές και εξυπνακισμούς, τις επόμενες δύο εβδομάδες.