Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Αυτό που ζούμε στην Αθήνα δεν το λες lowdown. Οι περισσότεροι έχουμε πάρει πολύ αέρα. Δεν τηρούμε τα μέτρα, αλλά μόνο τα προσχήματα. Ίσα-ίσα για τα μάτια του κόσμου. Παρατηρώ πολύ τους ανθρώπους, γιατί είναι και αυτό μέρος της δουλειάς μου. Η συμπεριφορά αυτής της περιόδου με εκείνη του περασμένου Μαρτίου δεν έχει καμία σχέση.
Μπορεί να βλέπεις παντού ανθρώπους με μάσκες, αλλά οι περισσότεροι την φορούν για να αποφύγουν το πρόστιμο και όχι για να προστατευτούν ή να προστατεύσουν. Με την πρώτη ευκαιρία, η μάσκα κατεβαίνει στο πιγούνι. Άσε που συχνά είναι υφασμάτινη και πολυφορεμένη. Στα μέσα μαζικής μεταφοράς, το πρόβλημα ήταν και παραμένει μεγάλο. Αυτό, ίσως, είναι και το μόνο θέμα για το οποίο δεν φταίνε οι εργαζόμενοι, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να μετακινηθούν με λεωφορεία, μετρό και τρόλεϊ. Ας το πάρουμε απόφαση. Αυτό δεν θα λυθεί μέχρι τη λήξη της πανδημίας, γιατί οι μαζικές προμήθειες λεωφορείων δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Το μόνο που θα μπορούσε, ίσως, να βελτιώσει την κατάσταση είναι να διευρυνθούν ακόμη περισσότερα τα ωράρια της κυκλικής εργασίας. Λέω, για παράδειγμα, να υπάρχουν άνθρωποι που θα πάνε στην δουλειά τους 12 το μεσημέρι με 8 το απόγευμα.
Όσο για τα περίφημα sms, είναι πλέον ανέκδοτο. Ελάχιστοι σέβονται τη χρήση του 13033. Όλοι ξέρουμε ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, που κυκλοφορούν όλη μέρα στον δρόμο χωρίς σκοπό και κάθε δύο ώρες στέλνουν ένα διαφορετικό μήνυμα. Τα χαρτονομίσματα, εκεί που δεν τα άγγιζε κανείς στο πρώτο lowdown, τώρα αλλάζουν χέρια με ταχύτητα σε περίπτερα, ψιλικατζίδικα και μίνι μάρκετ, ενώ το αντισηπτικό βρίσκεται δίπλα από τις ταμειακές μηχανές ως διακοσμητικό.
Μια άλλη τεράστια εστία αναμετάδοσης του κορωνοϊού είναι η κοινωνική υπερδραστηριότητα αρκετών ευκατάστατων ξιπασμένων. Δεν κρατιούνται. Η νέα μόδα στα βόρεια και στα νότια προάστια είναι να μαζεύονται σε σπίτια 15, 20, 25 άνθρωποι και να παίρνουν μαζί πρωινό, brunch, μεσημεριανό ή απογευματινό. Μαγειρεμένο, μάλιστα, από επώνυμους σεφ. Δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους, μεροκάματο βγάζουν. Εκείνοι που οργανώνουν τις εκδηλώσεις και εκείνοι που συμμετέχουν σε αυτές ευθύνονται. Και αυτά δεν συμβαίνουν σε μια μικρή κλίμακα. Αν ήταν έτσι, θα αποτελούσαν μόνο κουτσομπολιά της δήθεν κοσμικής Αθήνας. Δυστυχώς, αυτή η συνήθεια έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και διαρκώς διευρύνεται.
Οσο για τη συμπεριφορά των νέων ανθρώπων, τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Είναι δύσκολος ο τρόπος ζωής εδώ και σχεδόν 11 μήνες για μαθητές λυκείων και φοιτητές. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να κοινωνικοποιούνται και να ζουν έντονα. Είναι πολύ βαρύ το φορτίο που έχουν στην πλάτη τους. Τους ζητάμε να κάθονται όλη μέρα στο δωμάτιό τους, να κάνουν μαθήματα εξ αποστάσεως και μετά να βλέπουν τους φίλους τους μέσω κινητού. Έχουν κουραστεί τα παιδιά και χρειάζονται πολλή βοήθεια και στήριξη από την οικογένεια, ώστε, όταν συναντιούνται με την παρέα τους (και αυτό συμβαίνει 7 με 9 το βράδυ) να φροντίζουν να τηρούν τη θεωρία της κάψουλας. Δηλαδή, να βλέπουν λίγους φίλους και πάντα τους ίδιους.
Και να μην ξεχνάμε, όταν επικοινωνούμε με τα παιδιά, ότι οι μεγάλοι δεν έχουν πάντα δίκιο, όπως και δεν έχουν πάντα δίκιο εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις και εκπέμπουν αντιφατικά μηνύματα. Λες, για παράδειγμα, στον μεγάλο σου γιο, που είναι φοιτητής, να αποφεύγει τις παρέες άνω των τεσσάρων ατόμων. Ενώ την ίδια ώρα ο μικρός σου γιος συνωστιζόταν με 26 άτομα μέσα στην ίδια αίθουσα πριν από λίγες ημέρες. Εσύ ο ίδιος ταξιδεύεις για τη δουλειά στο εξωτερικό, στριμωγμένος με άλλα 200 άτομα μέσα σε ένα αεροπλάνο, όπου, όταν σερβίρεται το φαγητό, βγάζουν όλοι τις μάσκες τους.
Για όλα όσα συμβαίνουν, υπάρχουν επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις, στις οποίες δεν κατάφεραν να αντεπεξέλθουν με επιτυχία ούτε οι πιο οργανωμένες κοινωνίες του κόσμου. Αν σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάδα τα πήγε καλύτερα από την Ελβετία και τη Σουηδία, τότε εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι εδώ συνέβη κάποιο θαύμα. Πάντως, όπως και να έχει, το τρίτο κύμα είναι προ των πυλών και οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες. Λένε ότι θα είναι χειρότερο από τα δύο προηγούμενα. Μακάρι να διαψευστούν. Σε κάθε περίπτωση, είναι ανάγκη, για τουλάχιστον δύο μήνες, ακόμη να σφίξουμε τα δόντια μέχρι να βρεθούμε στην απέναντι όχθη του ποταμού με ασφάλεια. Υπάρχει πλέον ελπίδα, γιατί υπάρχουν εμβόλια. Αυτό που μας χρειάζεται, όσο δύσκολο κι αν είναι, είναι υπομονή. Ο χειρότερος σύμβουλος είναι η χαλάρωση και η αδιαφορία.
Και αυτή η χαλάρωση δεν προήλθε μόνο από την κόπωση των 11 μηνών, αλλά και από τις προσλαμβάνουσες που έχουμε στο ευρύτερο περιβάλλον μας. Τι εννοώ με αυτό: όλοι ξέρουμε πέντε-δέκα ανθρώπους που νόσησαν και ήταν ασυμπτωματικοί ή πέρασαν τον κορωνοϊό πολύ ελαφριά. Έτσι, χαλαρώνουμε πιστεύοντας ότι «εντάξει, μωρέ, και να αρρωστήσω, θα τα καταφέρω». Θα πειθαρχήσουμε ξανά, όπως τον περασμένο Μάρτιο, αν δεν σκεφτούμε αυτούς τους δέκα γνωστούς, αλλά εκείνους που βρέθηκαν στην εντατική, υπέφεραν και στο τέλος έφυγαν από τη ζωή. Και δεν ήταν όλοι ηλικιωμένοι. Ανάμεσά τους ήταν και νέοι άνθρωποι με υποκείμενα νοσήματα που μέχρι τότε δεν γνώριζαν.
Είναι καιρός να φοβηθούμε ξανά, όπως πέρυσι. Γιατί «ο φόβος φυλάει τα έρημα».