Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Ναι, άνοιξε πανιά η χώρα για να δεχθεί τους ξένους επισκέπτες. Οι τουριστικές επιχειρήσεις, που πέρυσι είχαν παραμείνει κλειστές, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται για τους εργαζομένους και την εθνική οικονομία, ανοίγουν η μία μετά την άλλη για να υποδεχθούν τους Ευρωπαίους πελάτες.
Μόνο που αυτοί, προς το παρόν, είναι άφαντοι. Μέχρι τώρα έχουν φτάσει στην Ελλάδα καμιά πενηνταριά χιλιάδες τουρίστες. Σταγόνα στον ωκεανό δηλαδή. Από αυτούς οι περισσότεροι είναι Γερμανοί και Γάλλοι και κάποιοι Ολλανδοί, Δανοί και Ελβετοί.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις αγωνιούν μήπως και το φετινό καλοκαίρι ακολουθήσει την τύχη του περσινού. Τι έγινε πέρυσι; Περίπου εξήντα ημέρες δούλεψαν όσες επιχειρήσεις άνοιξαν, κυρίως με Έλληνες και λίγους ξένους. Φέτος, οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές.
Γιατί ανοίγουν 8 στις 10 τουριστικές μονάδες και οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί είναι μεγάλες. Ο πήχης στις αρχές της άνοιξης ήταν ψηλά. Υπολογίζαμε ότι θα επισκεφθεί τη χώρα μας το 50% όσων ήρθαν το 2019, δηλαδή περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι. Σε αυτή την προσδοκία προς το παρόν έχει βάλει φρένο ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον.
Να εξηγήσουμε ακριβώς τι συμβαίνει για να μην πετάμε στα σύννεφα. Οι μεγάλες αγορές μας είναι η Γερμανία και η Βρετανία. Παλαιότερα, τον Μάιο και τον Ιούνιο τα ξενοδοχεία μας ήταν γεμάτα από τουρίστες αυτών των δύο μεγάλων χωρών, κυρίως συνταξιούχους που έχουν τη δυνατότητα να παραθερίζουν τέτοια εποχή με χαμηλότερες τιμές. Μέχρι τώρα οι Βρετανοί είναι κλεισμένοι στη χώρα τους, καθώς η κυβέρνησή τους έχει κηρύξει έναν ιδιότυπο πόλεμο στην Ευρώπη.
Αυτή είναι μία από τις πολλές παρενέργειες του Brexit, που θα δούμε να κλιμακώνονται τα επόμενα χρόνια. Όχι, δεν είναι η Ελλάδα εχθρός της Βρετανίας. Κάθε άλλο. Υφίσταται, όμως, τις συνέπειες ως χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνο στην Πορτογαλία, για λόγους που δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε, επιφύλαξε ο Μπόρις Τζόνσον καλύτερη τύχη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκτιναχθούν εκεί οι κρατήσεις.
Η Ελλάδα είναι στην πορτοκαλί λίστα. Αυτό σημαίνει πως όποιος έρθει στην Ελλάδα για διακοπές, όταν επιστρέψει στη χώρα του, πρέπει να μείνει σε καραντίνα στο σπίτι του για δέκα ημέρες. Μεγάλη ζημιά για τον ελληνικό τουρισμό όλο αυτό και οι επιχειρηματίες ζουν με την ελπίδα το επόμενο δεκαπενθήμερο, που θα ανανεωθεί η βρετανική λίστα, να μπούμε στο πράσινο για να αρχίσουν τα πρώτα τσάρτερ από το Λονδίνο.
Στο μεταξύ, ο Μάιος και ο μισός Ιούνιος έχουν χαθεί. Την ίδια στιγμή, η ζήτηση των κρατήσεων για την Πορτογαλία, η οποία έχει ειδική μεταχείριση από τους Βρετανούς, εκτοξεύεται στα ύψη και τα ταξίδια ξεκίνησαν από την περασμένη εβδομάδα.
Στην Ελλάδα, ακόμη και για Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, η πληρότητα μετά βίας αγγίζει το 35%. Οι ελπίδες όλων τώρα μεταφέρονται για το φθινόπωρο. Πράγματι, ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβριος μπορούν να κάνουν τη διαφορά, αν ισχύσουν δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι μέχρι το τέλος Ιουνίου, όπως λογαριάζει η κυβέρνηση, να έχουν εμβολιαστεί όλοι οι ενήλικοι στη χώρα μας. Παράλληλα, να έχουν πέσει κατακόρυφα τα κρούσματα, οι νοσηλείες στις εντατικές και οι θάνατοι, ώστε να επικοινωνηθεί σε όλο τον πλανήτη ότι η Ελλάδα έχει «πρασινίσει» και είναι ένας ασφαλής προορισμός.
Γιατί, έτσι όπως είμαστε σήμερα, ακόμη και οι κάτοικοι των χωρών που δεν έχουν οδηγία όπως οι Βρετανοί να μην ταξιδεύουν, είναι πολύ συγκρατημένοι στις κρατήσεις τους, όπως άλλωστε είμαστε και εμείς. Ελάχιστοι είναι οι Έλληνες που έχουν προγραμματίσει να πάνε το καλοκαίρι στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στη Ρώμη, κάτι που στο παρελθόν συνέβαινε κατά κόρον.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι να βελτιωθούν οι δείκτες σε Ευρώπη και Αμερική. Είναι αυτονόητο ότι πολύ λίγοι θα ταξιδέψουν, ακόμη κι αν η Ελλάδα είναι «καθαρή», εάν το δράμα στη δική τους πατρίδα συνεχίζεται και οι μεταλλάξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αδύνατη οποιαδήποτε πρόβλεψη για τη λεγόμενη «βαριά» μας βιομηχανία.
Αν και για δεύτερη χρονιά το τουριστικό προϊόν είναι κάτω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ, θα κλαίμε με μαύρο δάκρυ. Το κράτος δεν θα εισπράξει, τα δάνεια θα εκτοξευθούν και η ανεργία θα γιγαντωθεί. Τώρα μαθαίνουμε από την καλή και από την ανάποδη ότι η «μονοκαλλιέργεια» του τουριστικού προϊόντος είναι ένα επισφαλές αναπτυξιακό εγχείρημα.
Προφανώς, πάντα ο τουρισμός θα είναι ένας σημαντικός πυλώνας της οικονομίας μας. Όμως, είναι ευάλωτος και μπορεί να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή από πολλούς παράγοντες, όπως είναι η πανδημία, ένας μεγάλος σεισμός ή ένα ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο. Ίσως δεν χρειαζόμαστε άλλα ξενοδοχεία ούτε περισσότερους από τα 31 εκατομμύρια τουρίστες που δεχθήκαμε το 2019. Αυτό που σίγουρα έχουμε ανάγκη είναι να γίνει εκσυγχρονισμός πολλών υποδομών, ώστε να δεχόμαστε τουρίστες με υψηλότερα εισοδήματα.
Τώρα είναι η ώρα να στραφεί η προσοχή του κράτους και σε άλλους τομείς. Δηλαδή την επόμενη εξαετία, που θα φτάσει πακτωλός χρημάτων στη χώρα μας, να σχεδιαστεί το νέο αναπτυξιακό μοντέλο που θα στηρίζεται σε πολλά πόδια. Ναι, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να γίνουμε βαριά βιομηχανία όπως η Γερμανία, μπορούμε, όμως, να εκτοξεύσουμε την αγροτική παραγωγή, τη μεταποίηση, τις υπηρεσίες και να εκμεταλλευτούμε τους ενεργειακούς μας πόρους. Δεν χρειάζεται να μας συμβούν άλλες συμφορές για να μάθουμε ότι ποτέ δεν πρέπει να βάζει κανείς όλα τα αυγά σε ένα καλάθι.