Χάσαμε δύο επαρχιακές πόλεις και όχι από τις μικρότερες. Σχεδόν 17.000 είναι οι άνθρωποι που θρηνούμε μέχρι τώρα από τον κορωνοϊό, όσοι και οι κάτοικοι του Πολύκαστρου και της Άμφισσας μαζί. Αν η χώρα είχε εμπλακεί σε ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία, που είναι ο αιώνιος φόβος μας, σίγουρα δεν θα είχε χάσει τόσο κόσμο.
Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Κανείς δεν είχε φανταστεί πριν από έναν χρόνο -όταν περιμέναμε το εμβόλιο μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα- ότι θα φτάναμε σήμερα να έχουμε περισσότερα ημερήσια κρούσματα από όσα τις θλιβερές ημέρες των δύο lockdowns. Τώρα, όμως, έχουμε την εξήγηση για αυτό που μας συμβαίνει. Κοντά στο ένα εκατομμύριο άνθρωποι αρνούνται πεισματικά να εμβολιαστούν, παρ’ ότι βλέπουν αγαπημένα τους πρόσωπα να φεύγουν από τη ζωή. Λέμε ότι στις δημοκρατίες κάνει κουμάντο η πλειοψηφία. Στις πανδημίες, όμως, σέρνει τον χορό μια μικρή μειοψηφία. Αυτή καθορίζει τις τύχες του συνόλου. Και υγειονομικά και οικονομικά. Δεν είμαι από αυτούς που κουνούν το δάχτυλο στις επιλογές των ανθρώπων. Ποτέ δεν το έχω κάνει όταν εκφράζομαι δημόσια. Αντιθέτως, σέβομαι απόλυτα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει το σώμα του. Επιλογή του καθενός, επίσης, είναι να εγκαταλείψει τον μάταιο κόσμο μας, όταν το επιλέξει.
Εδώ, όμως, δεν πρόκειται περί αυτού. Οι ανεμβολίαστοι περιφέρονται όπου και όπως θέλουν, χωρίς μέτρα και προφυλάξεις, αφού δεν πιστεύουν στη θανατηφόρα πανδημία και μεταδίδουν τον ιό σε ανθρώπους που τηρούν ευλαβικά τους κανόνες. Εάν οι αντιεμβολιαστές αποφάσιζαν να μείνουν στο σπίτι τους, μόνοι ή με άλλους που έχουν την ίδια αντίληψη για τα πράγματα και να περιφέρονται από το σαλόνι τους μέχρι τη βεράντα, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα όλοι οι υπόλοιποι. Πρακτικά, δεν θα πήγαιναν στο σούπερ μάρκετ, αλλά κάποιος άλλος θα τους άφηνε τα τρόφιμα στην πόρτα, δεν θα έμπαιναν σε λεωφορεία, δεν θα κυκλοφορούσαν στους δρόμους, αφού ένα φτέρνισμά τους είναι αρκετό να στείλει κάποιον άλλον στην εντατική και βεβαίως δεν θα πλησίαζαν ούτε κατά διάνοια τους χώρους εργασίας, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα. Αυτά, όμως, δεν γίνονται, γιατί ούτε η κυβέρνηση ούτε κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης τολμούν να προτείνουν ένα τέτοιο απόλυτο μέτρο και να το επιβάλουν. Οι ανεμβολίαστοι είναι πολλοί, ψηφίζουν και εκείνοι και όλοι χρειάζονται τα ψηφαλάκια τους.
Τώρα είμαστε μπροστά σε ένα μεγάλο αδιέξοδο. Η κυβέρνηση έχει τρομάξει, αλλά διστάζει να επιβάλει την υποχρεωτικότητα στους ένστολους και στο σύνολο των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, με το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι κρατικοί υπάλληλοι έχουν εμβολιαστεί. Η απάντηση σε αυτό είναι ότι ακόμα κι αν όλοι είχαν εμβολιαστεί, η απόφαση για υποχρεωτικότητα στο Δημόσιο θα έδινε το στίγμα ότι η πολιτεία δεν αστειεύεται και θα συμπαρέσυρε σε μια ανάλογη λειτουργία τις περισσότερες δράσεις του ιδιωτικού τομέα. Η αντιπολίτευση, από την άλλη μεριά, ρίχνει ρουκέτες στον αέρα, χωρίς να έχει καμιά πειστική αντιπρόταση, γιατί δεν θέλει να βάλει απέναντί της τους αντιεμβολιαστές. Τα νέα μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι ασπιρίνες για τον καρκίνο. Αυτός που έχει αποφασίσει, παρά τα όσα ακούει καθημερινά, να μην εμβολιαστεί, δεν θα αλλάξει γνώμη επειδή υποχρεώνεται να κάνει ένα τεστ παραπάνω την εβδομάδα.
Εδώ που φτάσαμε δεν έχουμε ως κοινωνία πολλές επιλογές. Ούτε χρειάζεται ξανά να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Θα ήταν αρκετό να αντιγράψουμε δύο καλές πρακτικές, όχι από την κεντρική Ευρώπη, αλλά από τις χώρες του Νότου, που θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους μοιάζουμε και μας μοιάζουν, παρότι η ζωή διαρκώς μας διαψεύδει για αυτές τις δήθεν ομοιότητες. Εγκαίρως, ο πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι της Ιταλίας, μετά τη συμφορά που έπαθε η χώρα του στην πρώτη φάση της πανδημίας, εφάρμοσε την υποχρεωτικότητα στο Δημόσιο, χωρίς εξαιρέσεις και αστερίσκους.
Η χώρα, όμως, που έβαλε τα γυαλιά σε όλους και δείχνει τον δρόμο είναι η Πορτογαλία. Ίδιο πληθυσμό έχει με εμάς και ίδια κοινωνική διαστρωμάτωση. Έκανε πολλά λάθη πέρυσι και βρέθηκε στην τραγική θέση να στέλνει αρρώστους της με τρένα στις εντατικές της Γερμανίας. Έτσι, πήρε στα σοβαρά τον εμβολιασμό εφαρμόζοντας με διακομματική συναίνεση την τακτική του «πάμε να συναντήσουμε από κοντά τους ανθρώπους». Ομάδες γιατρών και νοσηλευτών πήγαν πόρτα-πόρτα, σπίτι-σπίτι σε όλα τα χωριά της χώρας και έπεισαν τους δύσπιστους να δεχτούν το δώρο της επιστήμης.
Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς από αύριο κιόλας. Είναι μονόδρομος. Έχουμε μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι αυτή η μέθοδος αποδίδει. Τον περασμένο Ιανουάριο, με τη βοήθεια του Στρατού τα εμβόλια έφτασαν στα μικρά νησιά και η ανταπόκριση του κόσμου στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν εντυπωσιακή. Το ίδιο να κάνουμε και τώρα σε όλη τη χώρα. Υπάρχουν νομοί που η εμβολιαστική κάλυψη είναι κάτω από 50%. Σε αυτές τις περιοχές, εάν δεν αλλάξουν οι συσχετισμοί, θα θρηνήσουμε πολύ κόσμο. Και δεν συζητώ για το σύστημα Υγείας που ήδη, ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα, βρίσκεται στα όριά του. Για να πετύχει το εγχείρημα, απαιτούνται σχεδιασμός και οργάνωση στρατιωτικού τύπου και να μπουν στην πρώτη γραμμή ιδιώτες γιατροί της επαρχίας που γνωρίζουν τι συμβαίνει σε κάθε σπίτι ακόμα και στο τελευταίο χωριό και που οι άνθρωποι, ιδιαίτερα των μεγάλων ηλικιών, τους έχουν εμπιστοσύνη. Εάν η κυβέρνηση συνεχίσει να απευθύνεται στους ανεμβολίαστους μόνο με καμπάνιες, sms και κλήσεις καθηγητών από τα τηλεοπτικά παράθυρα, μας περιμένει ένας δραματικός χειμώνας.