του Γιάννη Πολίτη
Μου έγραψε ο φίλος μου ο Στάθης, που ζει σε ένα μικρό νησί του Ιονίου χειμώνα-καλοκαίρι και ξέρει πρόσωπα και πράγματα, για να μου πει: «Σε παρακολουθώ να μιλάς και να γράφεις για την καταστροφή στον τουρισμό φέτος, γι’ αυτό θα σου το κάνω πιο συγκεκριμένο. Στον τόπο μας απασχολούνται κάθε καλοκαίρι 350 άτομα στον τουρισμό και φέτος έχουν προσληφθεί μόνο οι 30!».
Με σόκαρε το νούμερο για έναν τόπο που ο τουρισμός είναι το οξυγόνο του. Μικρό, πανέμορφο, καθαρό, νοικοκυρεμένο νησί, χωρίς ούτε ένα κρούσμα κορωνοϊού, με όμορφους μικρούς ξενώνες, κουκλίστικες πριβέ βιλίτσες, που άλλα χρόνια ήταν ανάρπαστες και έσφυζαν από ζωή από την 1η Μαΐου, όταν έφθαναν τα πρώτα τσάρτερ από τη Μεγάλη Βρετανία. Οι ταβέρνες και τα εστιατόρια δεν προλάβαιναν να σερβίρουν. Μέχρι και στα δύο σουβλατζίδικα με τη γραφική αυλή θα έπρεπε να κλείσεις τραπέζι από νωρίς το μεσημέρι τον Αύγουστο, για να απολαύσεις το βράδυ τις γεύσεις και την πράγματι ζεστή φιλοξενία τον ντόπιων. Ήταν και παραμένει ο κρυμμένος επίγειος παράδεισος του Ιονίου, όπως έγραφαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες.
Φέτος ερήμωσε το σύμπαν. Μέχρι και την περασμένη εβδομάδα, μια οικογένεια Ελλήνων που πάει στο ίδιο κατάλυμα τις ίδιες ημέρες κάθε χρόνο ήταν οι μοναδικοί τουρίστες του νησιού. Μεσημέρι-βράδυ οι ταβέρνες άδειες, στην κυριολεξία. Μόλις το περασμένο Σάββατο προσέγγισαν τρία σκάφη Ελλήνων στο λιμάνι γιατί είχε δυνατό αέρα, βγήκαν οι επιβάτες έξω για φαγητό και πήρε την πρώτη γεύση καλοκαιριού το νησί.
Αναφέρομαι πάντα στους μικρούς τόπους, γιατί από τη μικρή εικόνα φτιάχνεις πάντα τη μεγάλη. Και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε όλη τη χώρα. Κάθε ημέρα, κάθε εβδομάδα που περνά, εδραιώνεται η αντίληψη ότι και ο Ιούλιος θα είναι ουσιαστικά χαμένος μήνας στα έσοδα από τη βαριά μας βιομηχανία. Με άλλα λόγια, την κάτσαμε τη βάρκα, που έλεγε και ο Καραμανλής όταν κάτι πήγαινε στραβά. Τα μεγάλα θέρετρα της χώρας θα θρηνήσουν τεράστιες απώλειες. Κρήτη, Ρόδος, Κέρκυρα ετοιμάζονται να διαχειριστούν το κακό σενάριο. Αυτό που διέβλεψε από την πρώτη στιγμή ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος, σενάριο που λέει ότι η Ελλάδα θα εισπράξει φέτος το 20% του περσινού τεράστιου τουριστικού προϊόντος. Από τα 25 δισ., που με τον πολλαπλασιαστή γίνονται 42, τώρα μιλάμε για 5 δισ. Ψίχουλα. Ίσα που φθάνουν να συντηρηθούν οι μονάδες που θα ανοίξουν και να πάρουν τον μισθό τους οι εργαζόμενοι, που τελικά θα είναι εξαιρετικά λίγοι. Από τους 700.000 που εργάζονται σε αυτό τον κλάδο, θα είναι θαύμα εάν δουλέψουν οι 250.000. Να μην πω για το κέντρο της Αθήνας. Η Πλάκα δεν ήταν ποτέ τόσο έρημη. Σε όλα τα καφέ της ίσως βρεις 15 άτομα, φοιτητές, τις ώρες αιχμής και ούτε έναν ξένο. Ενώ στην περίφημη Στοά του Συντάγματος την περασμένη Πέμπτη το μεσημέρι έτρωγαν 4 άτομα.
Οι συνέπειες αυτού του δράματος θα είναι τεράστιες. Και είναι από τις περιπτώσεις που δεν μπορούμε να βρούμε εχθρό να τον «πυροβολούμε», όπως συνέβη με τα μνημόνια. Ούτε οι πολίτες ευθύνονται, ούτε η κυβέρνηση που παλεύει με τα κύματα, ούτε οι Ευρωπαίοι. Οι ελπίδες αρκετών ότι στο τέλος ο τουρισμός θα πάει καλύτερα από ό,τι νομίζουμε λιγοστεύουν, καθώς οι μεγάλοι πελάτες μας, Γερμανοί, Βρετανοί, Γάλλοι και Αμερικανοί, είναι διστακτικοί, ενώ οι γείτονες Βαλκάνιοι, στους οποίους επένδυε η Χαλκιδική, είναι λιγότεροι από όσους νομίζαμε. Μάλιστα στη Βόρεια Μακεδονία -τον σίγουρο και σταθερό πελάτη- η πανδημία δείχνει ξανά τα δόντια της. Οσο για το φιλικό Ισραήλ από το οποίο περιμέναμε 500.000 επισκέπτες, τελικά όσοι έρθουν θα ταξιδέψουν τον Αύγουστο.
Θα πείτε, αυτή είναι η κατάσταση και, αφού δεν φταίει κανείς, θα την αποδεχθούμε. Κοιτάξτε, καλώς ή κακώς πάνω στον τουρισμό πατήσαμε και αντέξαμε τα περασμένα χρόνια. Αν αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη, πολλές μεγάλες επιχειρήσεις θα αλλάξουν χέρια, μικρές θα εξαφανιστούν και οι άνεργοι θα πεινάσουν, με όσα αυτό συνεπάγεται. Χρειάζονται επιπλέον μέτρα που θα βρεθούν με συστηματική δουλειά και φαντασία. Δεν μιλάμε για τσάμπα χρήμα και επιχορηγήσεις, αλλά, ως αρχή, η αγορά ζητά δύο προφανείς κινήσεις που ακόμη εκκρεμούν. Η πρώτη και αυτονόητη, είναι να πληρωθούν από το κράτος οι ασφαλιστικές εισφορές των εποχικά εργαζομένων. Είναι ο μόνος τρόπος να αβγατίσουν οι προσλήψεις. Με μια ρύθμιση απλή και ξεκάθαρη.
Και το δεύτερο και σημαντικό: Τα περίφημα άτοκα για τα δυο πρώτα χρόνια δάνεια δεν έφθασαν ποτέ στις μικρές επιχειρήσεις. Τα πήραν σε λίγα 24ωρα όλα οι μεγάλοι -ενδεχομένως δικαίως- για να κρατήσουν τους εργαζομένους τους. Οι μικροί, που περίμεναν 20-30 χιλιάδες ο καθένας για να κρατηθούν όρθιοι, δεν κατάφεραν να φθάσουν ούτε μέχρι το γραφείο του διευθυντή της τράπεζας. Εβγαινε ο υπάλληλος στην πόρτα που περίμεναν ουρές επαγγελματιών και φώναζε ότι «τα χρήματα τελείωσαν».
Αυτή η γελοιότητα δεν μπορεί να επαναληφθεί. Απαιτείται άμεσα νέο -το ίδιο- πρόγραμμα για μικρές επιχειρήσεις. Θέλω να πιστεύω ότι οι βουλευτές της Περιφέρειας έχουν μεταφέρει στο Μαξίμου τι ακριβώς συμβαίνει, τι λέγεται και τι ακούγεται στις επαρχίες τους αυτές τις ημέρες. Το κλίμα είναι πολύ βαρύ.