Έχει ο καιρός γυρίσματα. Θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, εκείνες τις ζοφερές ημέρες του 2010, αμέσως μόλις μπήκαμε στο πρώτο μνημόνιο, όταν είχαν κατασκηνώσει στην Αθήνα κάθε λογής ξένοι δημοσιογράφοι, ανάμεσά τους και πολλοί Γερμανοί.
Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Το αγαπημένο τους θέμα, που μετέδιδαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, ήταν να διακωμωδούν τη χρεοκοπημένη Ελλάδα, με τα μπουζουξίδικά της, τα ακριβά τζιπ των κατοίκων της και το δήθεν ατέλειωτο ραχάτι μας στη λιακάδα. Ήταν πάρα πολλά τα ρεπορτάζ που απαξίωναν τη χώρα, κάποια δίκαια και κάποια εξαιρετικά άδικα. Ένας Γερμανός δημοσιογράφος, μάλιστα, από μέσο μεγάλης κυκλοφορίας είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Έκοβε βόλτες στου Ψυρρή και μετρούσε τα τσίπουρα που πίνουν οι Έλληνες, την ώρα που η χώρα τους ζητιάνευε για δανεικά.
Ήταν τέτοιος ο διασυρμός που όχι μόνο δυσκόλευε τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, αλλά προκάλεσε και άπειρα περιστατικά ταπείνωσης συμπολιτών μας που ταξίδευαν για δουλειές στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, Έλληνες έδιναν την πιστωτική τους κάρτα να πληρώσουν σε ξενοδοχεία της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας και τους έλεγαν στη ρεσεψιόν: «Α, είστε Έλληνας. Καλύτερα να πληρώσετε σε μετρητά γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται στη χώρα σας».
Πέρασε ο καιρός και εκείνα τα πέτρινα χρόνια φαίνεται να είναι παρελθόν. Η χώρα πια δανείζεται με επιτόκια Γερμανίας σε τριακονταετή ομόλογα, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι αγορές προεξοφλούν την καλή πορεία της Ελλάδας, παρά την πανδημία και τις μεγάλες απώλειες που έφερε. Το εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι άλλο. Μέσα σε αυτή τη συμφορά που ζει ο πλανήτης εδώ και ένα χρόνο, η Ελλάδα διακρίθηκε και πέτυχε σε τομείς που οι πάντες θεωρούσαν ότι είναι προνομιακά πεδία της κεντρικής Ευρώπης.
Ναι, είναι αλήθεια. Κερδίσαμε τη Γερμανία και τη Γαλλία στο καθοριστικό στοίχημα της οργάνωσης των εμβολιασμών. Και αυτό δεν το λέω εγώ, το λέει μια Ελληνίδα δημοσιογράφος που ζει στο Βερολίνο, εργάζεται σε ένα διεθνούς εμβέλειας γερμανικό μέσο ενημέρωσης και επέλεξε να έρθει εδώ να εμβολιαστεί. Μεταφέρω τα δικά της λόγια: «Εάν περίμενα τις δύσκαμπτες, αργόσυρτες και γραφειοκρατικές διαδικασίες εμβολιασμού στη Γερμανία, ίσως και να περνούσαν ακόμη μήνες μέχρι να έρθει η σειρά μου.
Αντιθέτως, στην Ελλάδα αυτό έγινε τόσο απλά, χωρίς κόπο, χωρίς τηλεφωνήματα, γραφειοκρατία και ξεχωριστές διατυπώσεις, με σεβασμό στον πολίτη. Μια διαδικασία που αναζητούσα και περίμενα να συναντήσω στην οργανωμένη Γερμανία, αλλά τη βρήκα στην “ανοργάνωτη” Ελλάδα με το σημαντικό φορτίο χώρας του ευρωπαϊκού Νότου, όπως καθιερώθηκε την τελευταία δεκαετία της δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης στην Ε.Ε. Για κάποιον που ζει στη Γερμανία, αυτό ισοδυναμεί σε κάθε περίπτωση με ανέλπιστη έκπληξη».
Στην εμπειρία της δημοσιογράφου που κάνει τον γύρο του κόσμου, θέλω να αθροίσω, με όση αξία έχει, και τη δική μου μαρτυρία. Έχω την τύχη να έχω κλείσει τα 59, άρα για το σύστημα θεωρούμαι εξηντάρης. Χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα, από την πρώτη ημέρα που άνοιξε η πλατφόρμα, μου ήρθε μήνυμα για την ώρα και το σημείο που θα εμβολιαστώ.
Όχι μόνο για την πρώτη δόση, αλλά και για τη δεύτερη. 10 Μαρτίου, 12:24, στη Νέα Ιωνία.
Τέτοια οργάνωση, μεθοδικότητα και ευγένεια δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ σε καμία συναλλαγή μου με το ελληνικό κράτος. Ο διοικητικός υπάλληλος που με υποδέχθηκε, η νοσηλεύτρια που με εμβολίασε, ακριβώς στο λεπτό που έγραφε και το μήνυμα της ειδοποίησης, καθώς και η γιατρός που καθόταν όρθια δίπλα της και μου εξηγούσε με κάθε λεπτομέρεια τη δράση του εμβολίου, είχαν ένα πλατύ χαμόγελο αισιοδοξίας σαν να καλωσόριζαν κόσμο σε γάμο. Και κατά την έξοδο, ο διευθυντής του εμβολιαστικού κέντρου, όρθιος στην είσοδο, αποχαιρετούσε τον κόσμο και τους υπενθύμιζε να μην ξεχάσουν να έρθουν στη δεύτερη δόση.
Ρώτησα πολλούς από τότε, ιδιαίτερα ηλικιωμένους ανθρώπους που εμβολιάστηκαν, και όλοι μου περιέγραψαν με τα ίδια λόγια όμοιες εμπειρίες. Όλο αυτό που συμβαίνει αυτόν τον καιρό είναι μια άλλη Ελλάδα.
Το ερώτημα είναι πώς κερδίσαμε εμείς ένα κρίσιμο στοίχημα που το έχασαν μεγάλες χώρες, με πολυετή παράδοση στην οργάνωση του κράτους. Οι ερμηνείες είναι δύο. Άλλοι υποστηρίζουν ότι σάστισαν με την πανδημία και έχασαν τον μπούσουλα και άλλοι λένε -αυτό μου φαίνεται πιο λογικό- ότι την πάτησαν από την πολλή αυτοπεποίθηση.
Λειτούργησαν από τον περασμένο Φεβρουάριο ως αυτοκρατορίες, με τη βεβαιότητα ότι έχουν ισχυρό σύστημα υγείας και άψογη δημόσια διοίκηση. Έτσι, δεν έδωσαν την απαιτούμενη σημασία στις διαδικασίες. Αντίθετα εμείς, μια μικρή χώρα τσακισμένη από τα χρόνια της χρεοκοπίας, έχοντας βαθιά επίγνωση των αδυναμιών μας, «πήραμε τον κορωνοϊό πολύ στα σοβαρά» και σχεδιάσαμε την αντιμετώπισή του από το μηδέν.
Δεν κερδίσαμε όλες τις μάχες. Είναι προφανές. Ιδιαίτερα στο δεύτερο και τρίτο κύμα της πανδημίας έγιναν και λάθη και παλινωδίες. Διαπρέψαμε, όμως, στην οργάνωση των εμβολιασμών και, αν είχαμε περισσότερα εμβόλια -και σε αυτό δεν φταίμε εμείς, φταίει το γραφειοκρατικό σύστημα των Βρυξελλών-, ήδη θα είχε οχυρωθεί μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού μας και θα ατενίζαμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το καλοκαίρι.
Σε κάθε περίπτωση, όταν θα έχουμε βγει από αυτό το σκοτεινό τούνελ, θα μας έχει μείνει μια μεγάλη προίκα: η ψηφιοποίηση βασικών λειτουργιών του κράτους και κάτι περισσότερο από αυτό. Η αυτοπεποίθηση ότι, αν συγκεντρωθούμε, μπορούμε να κερδίσουμε στοιχήματα, τα οποία χάνουν εκείνοι που μέχρι πρότινος μας χαρακτήριζαν παρίες της Ευρώπης.