Ήταν μονόδρομος να κλειστούμε αναγκαστικά στα σπίτια. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Έπρεπε να ελέγξει ο πρωθυπουργός την ανόητη μειοψηφία των φιγουρατζήδων που βόλταραν ανά την επικράτεια. Και η ζωή τον δικαίωσε. Μέχρι τώρα όλα δείχνουν ότι θα αποφύγουμε τη συμφορά της Ιταλίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι πολλοί, οι συνεπείς, πληρώνουν τους επιπόλαιους. Συμβαίνει σε όλες τις λειτουργίες της δημόσιας ζωής. Εκείνοι που πήραν τα αυτοκίνητα και έτρεξαν όπου φύγει φύγει στις εθνικές οδούς για να φτάσουν σε εξοχικά τους, που στοιβάχτηκαν στα πλοία για να πάνε στα νησιά, που γέμισαν τις παραλίες σαν να είναι Αύγουστος δεν αθωώνονται με τον χαρακτηρισμό «κακομαθημένοι ελληναράδες». Είναι στην ουσία δυστυχισμένοι άνθρωποι. Δεν μου αρέσει να κάνω τον ειδικό ψυχαναλυτή, όπως δεν έκανα τον οικονομολόγο τα χρόνια της χρεοκοπίας. Ο δημοσιογράφος-παντογνώστης είναι επικίνδυνος γιατί είναι ημιμαθής.
Επιστρέφω στη μαζική έξοδο των Αθηναίων και των Θεσσαλονικέων του περασμένου Σαββατοκύριακου. Λέμε όλοι ότι είναι ανεύθυνοι, επιπόλαιοι, επιδειξιομανείς και αδιάφοροι για τη δημόσια Υγεία. Καβάλησαν τις λιμουζίνες και τα τζιπ σαν να ήταν διακοπές του Πάσχα και έτρεξαν να μεταφέρουν τον ιό στην επαρχία.
Διάβασα αυτές τις ημέρες που κάθομαι στο σπίτι απόψεις γι’ αυτά τα σύνδρομα ανθρώπων που σέβομαι και έχουν εμβαθύνει με κόπο στην ανθρώπινη φύση, όπως ο φιλόσοφός μας Στέλιος Ράμφος. Διάβασα όμως και κείμενα Ιταλών, που ζουν σε συνθήκες καραντίνας εδώ και εβδομάδες και περιγράφουν τη συναισθηματική αναπηρία πολλών ανθρώπων που πιέζονται να έρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους ή με τον σύντροφο με τον οποίο, θεωρητικά, μοιράζονται τη ζωή τους.
Όλοι ξέρουμε τέτοιους ανθρώπους. Και στις κοινωνικές και στις επαγγελματικές μας συναναστροφές. Είναι αυτοί που παριστάνουν τους κοινωνικούς. Είναι πάντα σε ένταση, οργανώνουν εξόδους για ταβέρνες, κλαμπ, εκδρομές για Σαββατοκύριακα στο βουνό και στη θάλασσα. Ξέρουν παντού με τα μικρά τους ονόματα σερβιτόρους και καταστηματάρχες. Και αν κάτι στραβώσει και ακυρωθεί Σάββατο απόγευμα η έξοδος, τρελαίνονται. Είναι αδιανόητο να μείνουν σπίτι. Τηλεφωνούν μανιακά μέχρι να στήσουν νέα παρέα.
Τις πρώτες ζοφερές ημέρες δεν πήγαιναν στη δουλειά, για δήθεν προστασία. Ενώ στην ουσία έκαναν διακοπές. Μια βόλτα στην Κηφισιά ή όπου άλλου έχει καλές πλατείες και θα τους δεις με τις μοδάτες φόρμες τους να έχουν πάρει καφέ στο χάρτινο ποτήρι και να έχουν ξαπλώσει στις πολυθρόνες με την παρέα τους έξω από τις κλειστές καφετέριες.
Αυτοί πάνε στην περιφέρεια και αφού δεν μπορούν να μείνουν σπίτι στην Αθήνα δεν μένουν ούτε μέσα στα εξοχικά τους. Οσοι ήταν φορείς, μετέφεραν τον ιό σε όλη τη χώρα. Δεν είναι ότι δεν καταλάβαιναν τι έκαναν. Ηξεραν, δεν είναι χαζοί. Απλώς, δεν τους χωράει ο τόπος. Μόνο με αυστηρό περιορισμό θα έμεναν μέσα.
Τρέχουμε, είναι αλήθεια, οι περισσότεροι στην κανονική μας ζωή. Βάζουμε στόχους, έχουμε φιλοδοξίες, επιδιώκουμε κοινωνική και οικονομική άνοδο. Ολα αυτά είναι η κινητήρια δύναμη – ιδιαίτερα όσων ξεκίνησαν από χαμηλά. Είναι οι αυτοδημιούργητοι που όλοι οι νοήμονες σέβονται και όλοι όσοι τα βρήκαν έτοιμα τους φθονούν. Εκείνοι, όμως, που διαθέτουν συγκρότηση και ψυχική ισορροπία, ξέρουν τον μηχανισμό της κυκλικής παύσης. Κάθε τόσο τραβούν χειρόφρενο, ανασυγκροτούνται και κυρίως κοιτούν μέσα τους.
Η καραντίνα είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για τους ανθρώπους με συναισθηματική νοημοσύνη. Μένουν σπίτι, οργανώνουν τη δουλειά τους, η τεχνολογία διαθέτει πλέον όλα τα μέσα. Τρώνε με τα παιδιά τους, που σε κανονικές συνθήκες είναι σπάνιο. Κάνουν παρέα με την οικογένειά τους, βλέπουν ταινίες, διαβάζουν βιβλία, μιλούν στο τηλέφωνο με φίλους που έχουν χαθεί. Και βάζουν νέες προτεραιότητες. Η εσωστρέφεια βοηθάει να ξαναδείς την ουσία και να πετάξεις από τη ζωή και την καθημερινότητα ό,τι δεν σου είναι απαραίτητο. Η συνεχής εξωστρέφεια δημιουργεί μια εικονική πραγματικότητα και μας εκπαιδεύει σε ένα μοντέλο ζωής, που στο τέλος πιστεύουμε ότι είναι υποχρέωσή μας να το υπηρετούμε για να μας λένε επιτυχημένους. Τα χρόνια του εύκολου πλουτισμού, τη δεκαετία του 2000, η κοινωνία απέκτησε στρεβλώσεις που δεν κατάφερε να τις ισιώσει ούτε η βαθιά οικονομική κρίση. Ισως η πανδημία με τους αναγκαστικούς περιορισμούς να δώσει τη δεύτερη ευκαιρία. Και να μεταβληθεί σε ξεκίνημα για νέες κοινωνικές συμπεριφορές.
Και κάτι τελευταίο. Πιέζονται αυτές τις ημέρες οι γονείς των εφήβων, ξέρω πολλούς. Δυσκολεύονται να κρατήσουν τα παιδιά στο σπίτι. Τα ψάχνουν στα πάρκα και στις πλατείες. Βαριούνται μέσα τα παιδιά, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Την αιτία την περιγράφει εξαιρετικά ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ: «Αν στο σχολείο μας μάθαιναν ότι το διάβασμα δεν είναι αγγαρεία ή εργαλείο εξασφάλισης καλών βαθμών, αλλά απόλαυση, όλοι αυτοί οι απελπισμένοι άνθρωποι που θέτουν εαυτούς και αλλήλους σε θανάσιμο κίνδυνο, θα ήταν αυτάρκεις: Θα έπιαναν ένα βιβλίο στα χέρια τους και ο σερνάμενος χρόνος θα κυλούσε νεράκι. Το βιβλίο δεν είναι πολυτέλεια ή χούι. Είναι είδος πρώτης ανάγκης, παρηγοριά, σωτηρία».