Πιο ξεκάθαρο δεν γίνεται. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να κάνει εκλογές με δύο κεντρικούς παίκτες και έχει επιλέξει για αντίπαλό του τον Αλέξη Τσίπρα γιατί πιστεύει ότι μπορεί να τον κερδίσει ξανά. Γνωρίζει τα αδύνατα σημεία του, έχει δουλέψει πολύ καλά την ρητορική του στις γκρίζες ζώνες της διακυβέρνησης 2015-2019 και επιχειρεί να ενεργοποιήσει ξανά το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που του έδωσε με άνεση την νίκη στις προηγούμενες εκλογές.
Του Γιάννη Πολίτη
Είναι επιμελής ο πρωθυπουργός, διαβάζει με προσοχή τις δημοσκοπήσεις και ακούει τις εισηγήσεις των πολιτικών αναλυτών. Τι του λένε όλοι αυτοί; Το τανγκό θέλει δύο. Αν προσπαθήσουν να το χορέψουν τρεις, μπερδεύονται και πατάει ο ένας τα πόδια του άλλου και προσθέτουν: «μην κάνεις διμέτωπο με Τσίπρα και Ανδρουλάκη, αγνόησε το ΠΑΣΟΚ γιατί -ποτέ δεν ξέρεις – μπορεί να σου χρειαστεί στο μέλλον να ρίξεις γέφυρες για συγκυβέρνηση και χτίσε ξανά ως απειλητικό αντίπαλο τον Αλέξη Τσίπρα».
Ο πρωθυπουργός αποκάλυψε την στρατηγική του την προηγούμενη Πέμπτη στην Βουλή με τον πιο κατανοητό τρόπο ώστε να φτάσει το μήνυμα σε όλους τους ψηφοφόρους στους οποίους απευθύνεται. Έδωσε μια ανέλπιστη πάσα στον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης λέγοντάς του ότι του θυμίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Εκείνος άδραξε την ευκαιρία και την αξιοποίησε μιλώντας ως αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης που του περιποιεί τιμή η σύγκριση με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Ο Κώστας Σκανδαλίδης, έμπειρος σ’ αυτά τα τερτίπια, «έπιασε» τι παίζεται στο βήμα της Βουλής και πήρε τον λόγο για να τους πει να αφήσουν τον Ανδρέα ήσυχο. Όμως, το σκηνικό είχε ήδη στηθεί.
Γιατί συμβαίνει όλο αυτό; Οι δημοσκόποι λένε ότι για να φτάσει ψηλά η Νέα Δημοκρατία και να πιάσει το πολυπόθητο 38,5% με την ενισχυμένη αναλογική, πρέπει οι εκλογές να γίνουν μέσα σε κλίμα πρωτοφανούς πόλωσης. Και για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται δύο ισχυρούς παίκτες, όπου ο δεύτερος να απειλεί τον πρώτο. Με έναν ΣΥΡΙΖΑ στο 22%-25%, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να φτάσει στην κορυφή -όπως επιθυμεί – γιατί οι ψηφοφόροι της θα εφησυχάσουν και είτε θα απέχουν, όπως έχει συμβεί πολλές φορές, είτε θα ψηφίσουν χαλαρά όπως κάνουν στις Ευρωεκλογές.
Στα τρία χρόνια που πέρασαν, το κόμμα της Κουμουνδούρου δεν βοήθησε καθόλου τον εαυτό του. Δεν κατάφερε να αξιοποιήσει καμία από τις μεγάλες κρίσεις που διαχειρίστηκε η κυβέρνηση. Ούτε τον Έβρο, ούτε το Αιγαίο, ούτε τις πυρκαγιές, ούτε τον χιονιά, αλλά ούτε και την πανδημία. Ακόμη και τώρα με τις απίστευτες αυξήσεις στην ενέργεια και την μεγάλη ακρίβεια στο καλάθι του νοικοκυριού, η Νέα Δημοκρατία -αν και τραυματισμένη – διατηρεί σχεδόν 10 μονάδες διαφορά και ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει κάτι ψίχουλα. Το μίγμα της πολιτικής που εφαρμόζει μέχρι σήμερα τον κρατά καθηλωμένο.
Οι λόγοι είναι πολλοί και χιλιοειπωμένοι. Έτσι ο πρωθυπουργός, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, αναλαμβάνει να αβαντάρει τον Αλέξη Τσίπρα για να τον επαναφέρει στο ποσοστό με το οποίο έχασε τις εκλογές του 2019 – πάνω από 30% – ώστε να ανησυχήσουν οι κεντρογενείς και να παραμείνουν συντεταγμένοι με την Νέα Δημοκρατία. Όσο για το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία θα αποφεύγει να του επιτίθεται ευθέως. Ναι μεν θα του ασκεί κριτική αλλά θα κρατά ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, ώστε να μένει πάντα στο τραπέζι το σενάριο μιας ενδεχόμενης κυβερνητικής συνεργασίας.
Αυτό που θέλει να αποφύγει η Νέα Δημοκρατία είναι να δημιουργηθούν στην αντιπολίτευση δύο ισχυροί πόλοι με έναν ΣΥΡΙΖΑ να έχει 25% και ένα ΠΑΣΟΚ να έχει 17%. Όχι πως νοιάζεται η κεντροδεξιά για το μέλλον της κεντροαριστεράς, αλλά γιατί ένα τέτοιο ενδεχόμενο εμποδίζει την δημιουργία της πόλωσης που θα οδηγήσει στο τελικό δίλημμα προς τους ψηφοφόρους, όπως το επιθυμεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το οποίο στην δεύτερη κάλπη θα είναι το εξής: «και τώρα επιλέξτε ποιον θέλετε για πρωθυπουργό, τον Τσίπρα ή εμένα;». Σήμερα, πάντως, όλα τα ποιοτικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων ευνοούν σ’ αυτό το δίλημμα τον Κυριάκο Μητσοτάκη γιατί δείχνει να υπερέχει στην καταλληλότητα του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.